- γνωριζομένων
- γνωρίζωmake knownpres part mp fem gen plγνωρίζωmake knownpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιξένωσις — ἐπιξένωσις, ἡ (Α) [επιξενούμαι] επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek